- παζάρε(υ)μα
- το [παζαρεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παζαρεύω, διαπραγμάτευση τιμής, συζήτηση που γίνεται σε εμπορικές κυρίως σχέσεις με σκοπό την επίτευξη καλύτερων όρων αγοραπωλησίας, παζάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.